περίσφιγξη

περίσφιγξη
η / περίσφιγξις, -εως, ΝΑ [περισφίγγω]
1. σφίξιμο, δέσιμο από παντού, ολόγυρα
2. σφιχτό δέσιμο, σύσφιγξη
νεοελλ.
1. βιολ. χαρακτηριστικό σημείο που διακρίνεται πάνω στα χρωμοσώματα, όταν βρίσκονται στην πρόφαση τής μίτωσης και είναι χρωματισμένα με μια βασική χρωστική
2. μτφ. περικύκλωση, στενή πολιορκία
3. φρ. «περίσφιγξη κήλης»
ιατρ. η περίσφιγξη τού σάκου μιας κήλης με το περιεχόμενό του από την περιφέρεια τού κηλικού στομίου, με τα χαρακτηριστικά οξέα συμπτώματα που τήν ακολουθούν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περισφίγξῃ — περισφίγξηι , περίσφιγξις tying tight all round fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλισμός — ο, ΝΜΑ [στραγγαλίζω] η θανάτωση με περίσφιγξη τού λαιμού τού θύματος με τα χέρια, με σχοινί ή με άλλο τρόπο νεοελλ. 1. ιατρ. περίσφιγξη τού περιεχομένου ανατομικού πόρου 2. ναυτ. η σύσφιγξη σχοινιών με στραγγάλη 3. συγκράτηση χαλαρωμένης αλυσίδας …   Dictionary of Greek

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • καργάρισμα — το [καργάρω] 1. υπερπλήρωση, υπερχείλιση, παραγέμισμα, ξεχείλισμα 2. υπερφόρτωση, παραφόρτωμα 3. υπερένταση, τέντωμα, τσίτωμα 4. σφίξιμο, δυνατή περίσφιγξη, μάγγωμα …   Dictionary of Greek

  • κοιλιόδεσμος — ο (Α κοιλιόδεσμος) ζώνη τής κοιλιάς, ζωστήρας για περίσφιγξη ή συγκράτηση τής κοιλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δεσμός (πρβλ. καρπό δεσμος, κεφαλό δεσμος)] …   Dictionary of Greek

  • κύκλωση — η (AM κύκλωσις) [κυκλώ (II)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση 2. (ειδ.) το κλείσιμο τού εχθρού σε κλοιό, η περίσφιγξή του απ όλες τις πλευρές (α. «συντελέστηκε η κύκλωση και η αποκοπή τού φρουρίου» β. «πρὶν καὶ τὴν πλέονα… …   Dictionary of Greek

  • μίτωση — Το σύνολο των μεταβολών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος, που προηγούνται και συνοδεύουν τη διαίρεση του κυττάρου· συνώνυμος, και πολύ χρησιμοποιούμενος, είναι ο όρος καρυοκινησία. Το πρώτο μορφολογικό συμβάν, που παρατηρείται στον πυρήνα του… …   Dictionary of Greek

  • παραφίμωση — η ιατρ. επιπλοκή τής φίμωσης που συνίσταται σε περίσφιγξη τής βαλάνου τού πέους από την στενωμένη ακροποσθία η οποία έχει τραβηχθεί βίαια προς τα πίσω, επιπλοκή που απαιτεί άμεση χειρουργική επέμβαση για θεραπεία …   Dictionary of Greek

  • περίσχεση — η / περίσχεσις, έσεως, ΝΑ [περιέχω] νεοελλ. 1. περιορισμός τής επέκτασης ή τής κίνησης κάποιου από όλες τις πλευρές 2. στρ. παρεμπόδιση τού αντιπάλου να έλθει σε επικοινωνία με φιλικά στρατεύματα ώστε να αποκλειστεί μέσα σε φρούριο ή άλλο μέρος,… …   Dictionary of Greek

  • περιβροχισμός — ο, Ν βοτ. η περιβολή με μικρό βρόχο ενός μισχωτού όγκου για να απονεκρωθεί και να πέσει στη συνέχεια με την περίσφιγξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βρόχος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”